κακοπληρώνω

κακοπληρώνω
κακοπλήρωσα, κακοπληρώθηκα, κακοπληρωμένος, είμαι κακοπληρωτής, δεν είμαι συνεπής στις πληρωμές μου: Δεν εργάζομαι στο φροντιστήριό του, γιατί κακοπληρώνει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακοπληρώνω — πληρώνω δύσκολα τα χρέη μου, δυστροπώ στην εξόφληση τών οφειλών μου, είμαι κακοπληρωτής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”